- ὁμόζυγα
- ὁμόζυξfemalemasc/fem acc sgὁμόζυγοςyoked togetherneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομόζυγος — η, ο (ΑΜ ὁμόζυγος, ον) 1. (για υποζύγια) αυτός που έχει ζευχθεί με κάποιον άλλο, αυτός που βρίσκεται κάτω από τον ίδιο ζυγό με άλλον («ὁμόζυγος ἵππος», Πλούτ.) 2. σύζυγος νεοελλ. βιολ. το αρσ. ως ουσ. ο ομόζυγος ομοζυγώτης αρχ. 1. αυτός που… … Dictionary of Greek
υπερκυριαρχία — η, Ν βιολ. κατάσταση κατά την οποία το ετερόζυγο άτομο φανερώνει μια πιο ακραία εκδήλωση τού χαρακτηριστικού, συνήθως, καταλληλότητας από ό,τι καθένα από τα ομόζυγα άτομα. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. επιστημον. όρου, πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek
βιοτεχνολογία — Το σύνολο των τεχνολογιών με τις οποίες αξιοποιούνται οι οργανισμοί και οι διεργασίες τους, ώστε να παραχθούν προϊόντα και να παρασχεθούν υπηρεσίες, προς όφελος του ανθρώπου. Με βάση τον ορισμό της, η β. περιλαμβάνει πρακτικές, γνωστές στον… … Dictionary of Greek
κωπηλασία ή λεμβοδρομία — Η μέθοδος πρόωσης ενός σκάφους στην επιφάνεια του νερού μόνο με τη μυϊκή δύναμη και τη βοήθεια ενός ή περισσότερων κουπιών ως μοχλών και το αντίστοιχο ναυτικό άθλημα, το οποίο διεξάγεται με ειδικά σκάφη και με έναν ή περισσότερους κωπηλάτες… … Dictionary of Greek